- ἰπνοποιός
- ἰπνο-ποιός, όν, Luc.Prom.Es2, Them.Or.21.256d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιπνοποιός — ἰπνοποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει κλιβάνους, φούρνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαλματο ποιός, υποδηματο ποιός] … Dictionary of Greek
ἰπνοποιόν — ἰπνοποιός masc/fem acc sg ἰπνοποιός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνοποιῷ — ἰπνοποιός masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek